βόλλα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Aeol. for βουλή, Plu.2.288b, IG12(2).6.38, etc.:—βόλλαος,
A = βουλαῖος, ib.68.8:—βολλεύω, for βουλεύω, ib.6.34.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, äol. = βουλή, Plut. Qu. Rom. 101, bulla.
Greek (Liddell-Scott)
βόλλα: Αἰολ. ἀντὶ βουλή, Πλούτ. 2. 288Β, Ἐπιγρ. Λεσβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 33. βολλεύω-βουλεύω, Hicks In. 131. 29.
French (Bailly abrégé)
éol. c. βουλή.
Russian (Dvoretsky)
βόλλα: ἡ эол. Plut. = βουλή.