γοργώψ
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, = foreg., E.El.1257, Or.261:—fem. γοργ-ῶπις, ιδος, of Athena, S.Aj.450, Fr.844.
German (Pape)
[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.
Spanish (DGE)
-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.
Greek Monolingual
γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].
Russian (Dvoretsky)
γοργώψ: ῶπος adj. Eur. = γοργωπός.