γοργώψ

From LSJ
Revision as of 18:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργώψ Medium diacritics: γοργώψ Low diacritics: γοργώψ Capitals: ΓΟΡΓΩΨ
Transliteration A: gorgṓps Transliteration B: gorgōps Transliteration C: gorgops Beta Code: gorgw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = foreg., E.El.1257, Or.261:—fem. γοργ-ῶπις, ιδος, of Athena, S.Aj.450, Fr.844.

German (Pape)

[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.

Spanish (DGE)

-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.

Greek Monolingual

γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].

Russian (Dvoretsky)

γοργώψ: ῶπος adj. Eur. = γοργωπός.