δέγμενος

Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

part. pf. avec l’accent d’un prés., de δέχομαι.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monolingual

-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.