διάλλαξις

Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A separation, μιγέντων Emp.8.3, cf. Hp.Vict.1.10.    2 pl., attempts at reconciliation, Pl.Ep.350d.

Greek (Liddell-Scott)

διάλλαξις: -εως, ἡ συμφιλίωσις, Ἐμπεδ. παρ᾿ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 7, Μεταφ. 4. 4, 5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cambio, intercambio, permutación ἀλλὰ μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων ἔστι Emp.B 8.3, αὔξησις, μείωσις, δ. como actividades regidas por el fuego, Hp.Vict.1.10, δ. καὶ ἐνάλλαξις Theol.Ar.6, cf. Hsch.s.u. διαλλαγαί.
2 plu. tentativas de reconciliación οὐ πειθόμενοι ταῖς ὑπ' ἐμοῦ διαλλάξεσι Pl.Ep.350d.

Russian (Dvoretsky)

διάλλαξις: εως ἡ перемещение, смена, по друг. разделение (μῖξίς τε δ. τε μιγέντων Emped. ap. Arst.).