διαμάω

From LSJ
Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμάω Medium diacritics: διαμάω Low diacritics: διαμάω Capitals: ΔΙΑΜΑΩ
Transliteration A: diamáō Transliteration B: diamaō Transliteration C: diamao Beta Code: diama/w

English (LSJ)

fut. -ήσω,

   A to cut through, χιτῶνα Il.3.359; λευκὴν παρηΐδα E.El.1023; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374 (tm.).    II scrape or clear away, δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba.709:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26; τὴν χιόνα Plb.3.55.6; τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3.

German (Pape)

[Seite 589] (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα

Greek (Liddell-Scott)

διαμάω: μέλλ. -ήσω, κόπτω διὰ μέσου, διασχίζω, χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - σκαλίζω, διασκάπτω, δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déchirer, creuser.
Étymologie: DELG sans doute διά, ἀμάω « moissonner, couper ».

English (Autenrieth)

aor. διάμησε: cut through, Il. 3.359 and Il. 7.253.

Spanish (DGE)

1 rasgar, cortar, ἔγχος ... διάμησε χιτῶνα Il.3.359, Ἰφιγόνης παρηίδα E.El.1023, τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374, Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... Πηλείδης Q.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.
2 arañar, escarbar ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα E.Ba.709, τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνειν y las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan Str.3.2.9, cf. Hsch.
en v. med. mismo sent. τὸν κάχληκα Th.4.26, cf. Arr.An.6.26.5, τὴν ... χιόνα Plb.3.55.6, τὴν ψάμμον I.AI 3.10, App.Pun.40, τὴν ἄμμον D.C.Epit.9.23.2, cf. Hsch.
fig. τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοι Them.Or.21.250b.

Greek Monotonic

διαμάω: μέλ. -ήσω,
1. κόβω πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σκαλίζω, γρατσουνίζω, διασκάπτω, στον ίδ. — Μέσ., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα, το χαλίκι έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διᾰμάω: 1) разрывать, рассекать, разрубать (χιτῶνα Hom.);
2) расцарапывать (παρηΐδα Eur.);
3) разгребать, раскапывать (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).