ἐγκώμιον
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
τό, v. sq. 11.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκώμιον: τό, ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
éloge ; particul. discours ou chant à la gloire de qqn, panégyrique.
Étymologie: ἐν, κῶμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκώμιον: τό (sc. ἔπος) похвальное слово, хвалебная речь, хвала (τινι Plat. и εἶς τινα Arph.; τὸ ἐ. τῶν ἔργων ἐστὶν ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς Arst.).