εἶς
German (Pape)
[Seite 739] 2. Pers. sing. ind. praes. von εἰμί und von εἶμι.
Greek Monotonic
εἶς: μίᾱ, ἕν, γεν. ἑνός, μιᾶς, ἑνός· επιτετ. Επικ. ἕεις· Επικ. θηλ. ἴᾰ, γεν. ἰῆς· δοτ. ἰῇ, δοτ. ουδ. (ἰῷ κίον ἤματι) επίσης συναντάται στην Ομήρ. Ιλ. (ο αρχικός τύπος ήταν πιθ. ΕΝ-Σ, πρβλ. Λατ. un-us. Το θηλ. μία υποδηλώνει μία δεύτερη ρίζα, πρβλ. οἶος με μόνος).
I. 1. ένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἷς οἶος, μία οἴη, μοναδικός, μοναδική, στον ίδ.· εἷς μόνος, σε Ηρόδ.
2. με υπερθ., όπως το Λατ. unus omnium maxime, εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον παρασχών, σε Αισχύλ.· κάλιστ' ἀνὴρ εἷς, σε Σοφ.· πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν, σε Δημ.
3. σε αντίθεση, εμφατικό μέσω του άρθρου, ὁ εἷς, ἡ μία, σε Όμηρ., Αττ.
4. με άρνηση, εἷς οὐδείς, nullus unus, ούτε ένας, κανένας, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ εἷς, δηλ. περισσότεροι από ένας, σε Αισχύλ.· και ακόμη πιο εμφατικό, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, βλ. οὐδείς, μηδείς.
5. εἷς ἕκαστος, κάθε ένας, ο καθένας από μόνος του, ο καθένας ξεχωριστά, Λατ. unusquisque, σε Ηρόδ., Πλάτ.
6. συχνά με την κατά, καθ' ἕνα ἕκαστον, καθένα ξεχωριστά, κομμάτι κομμάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, καθ' ἕνα, καθ' ἕν, ένα προς ένα, σε Πλάτ.
7. με άλλες προθέσεις, ἕν ἀνθ' ἑνός, πάνω από όλα, στον ίδ.· ἓν πρὸς ἕν, σε συγκρίσεις, σε Ηρόδ., Πλάτ.· εἷς πρὸς ἕνα, σε Δημ.· παρ' ἕνα, αλεπάλληλα, διαδοχικά, σε Λουκ.
II. ο αυτός, δηλ. ο ίδιος, εἷς καὶ ὅμοιος, σε Πλάτ.· με δοτ., ο ίδιος με..., σε Ευρ.
III. ένας, αντίθ. προς το κάποιος άλλος· ομοίως, ὁ μὲν..., εἷς δὲ..., εἷς δ' αὖ..., σε Ομήρ. Οδ.· εἷς μέν..., ἕτερος δέ..., σε Ξεν.
IV. αόριστα, εἷς τις, κάποιος, Λατ. unus aliquis, σε Σοφ., Πλάτ.· έπειτα, μόνο του όπως το αγγλ. αόρ. άρθρο a, an (όπως faber unus, σε Οράτ.), σε Ευρ.
V.οὐδὲ εἷς οὐδὲ δύο, όχι μόνο ένας ή δύο, σε Δημ.
• εἶς:
I. βʹ ενικ. του εἰμί (sum). ΙI. του εἶμι (ibo).
Russian (Dvoretsky)
εἶς: Hes. (= εἶ) 2 л. sing. praes. fut. к εἶμι.