εἰσκαταδύνω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
= foreg., Timo 34.1.
German (Pape)
[Seite 743] dasselbe, ὄχλοιο περίστασιν εἰσκατέδυνεν Timon. bei D. L. 4, 42.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαταδύνω: τῷ προηγ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 42.
Spanish (DGE)
(εἰσκᾰτᾰδύνω)
• Prosodia: [-ῡ-]
sumergirse fig. ὄχλοιο περίστασιν εἰσκατέδυνεν se sumergió en el corro del populacho Timo SHell.808.1.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκαταδύνω: погружаться: ὄχλοιο περίστασιν εἰσκατέδυνεν Timon ap. Diog. L. он вошел в середину толпы.