ἐξαπιναῖος

From LSJ
Revision as of 20:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 870] α, ον, auch 2. E., Hippocr., Pol. 26, 6, 1, plötzlich, unvermuthet; πολεμίων ἐφόδους κρυφαίας καὶ ἐξαπιναίας Xen. Hier. 10, 6; Sp. – Adv., Thuc. 1, 117 u. öfter; Xen. u. A.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
soudain, subit.
Étymologie: ἐξαπίνης.

Greek Monolingual

ἐξαπίναιος, -α, -ον και ἐξαπιναῑος, -α, -ον και ἐξαπίναῑος, -ον (Α) εξαπίνης
αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
ἐξαπιναίως
αιφνίδια, ξαφνικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπῐναῖος: и 2 неожиданный, внезапный (ἔφοδος Xen., Polyb.).