ἐπιστύλιον

Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῡ], τό, (στῦλος)

   A architrave, IG12.372, Tab.Heracl.1.6, CIG2751 (Aphrodisias), Plu.Per.13, Ph.Bel.62.6, Callix.2, Vitr.3.5.8, etc. : also as Adj., ἐπιστύλια ξύλα IG12.313.106.    2 shelf with pigeon-holes, Arist.Ath.47.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 986] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστύλιον: τό, (στῦλος) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ εἶναι ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν ἐπιστύλιον καθηρμόσθη τετράγωνον ὑπερεῖδον τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― ὡσαύτως, ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
t. d’arch. épistyle, architrave, entablement.
Étymologie: ἐπί, στύλος.

Greek Monotonic

ἐπιστύλιον: τό (στῦλος), πρέκι, οριζόντιο ξύλο ή δοκός στην κορυφή στύλων, επιστύλιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστύλιον: (ῡ) τό арх. эпистиль, архитрав Plut.