θαλπνός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ή, όν,
A warming, fostering, θαλπνότερον ἄστρον Pi.O. 1.6.
German (Pape)
[Seite 1184] erwärmend, erhitzend, οὐδὲν θαλπνότερον ἁλίου ἄστρον Pind. Ol. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
θαλπνός: -ή, -όν, θερμαίνων, θάλπων, θαλπνότερον ἄστρον Πίνδ. Ο. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
chaud.
Étymologie: θάλπω.
English (Slater)
θαλπνός
1 warm μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6)
Greek Monolingual
θαλπνός, -ή, -όν (Α) θάλπω
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θαλπνός: -ή, -όν (θάλπω), αυτός που θερμαίνει, υποστηρίζει, προστατεύει, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
θαλπνός: теплый, согревающий (ἁλίου ἄστρον Pind.).