κάννα
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
or κάννη, ης, ἡ,
A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.). 2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in pl., reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. [kudot ]anû, Hebr. [kudot ]āneh 'reed'.)
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.
Greek (Liddell-Scott)
κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρον ἢ κάνναθρον, κάνεον: ἴσως ἡ ῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
roseau, plante.
Étymologie: DELG emprunt sémit.
Greek Monolingual
και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)
νεοελλ.
1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα
2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες
μσν.
μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμές
αρχ.
1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι
2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί
3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).
ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)
αρχ.
κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.
ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].
Greek Monotonic
κάννα: ή κάννη, -ης, ἡ, καλάμι, Λατ. canna· σε πληθ., καλαμένιο πλέγμα, φράκτης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάννα: ἡ1) pl. тростник, камыш Polyb.;
2) pl. тростниковая ограда, плетеное ограждение Arph.