κάττυμα

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

German (Pape)

[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.

French (Bailly abrégé)

att. p. κάσσυμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.

Greek Monotonic

κάττῡμα: καττύω, Αττ. αντί κάσσυμα, κασσύω.

Russian (Dvoretsky)

κάττυμα: ατος τό атт. = κάσσυμα.