λόφουρος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
( λοφοῦρος Arist.HA501a6 Bekker), ον, in neut. pl.,
A pack-animals, as horse, ass, mule, Arist.HA491a1, GA755b18, IG 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called ὑποζύγια, Arist.Pr. 895b12 (cf. 15); τὰ ζυγὰ τῶν λ. Thphr.HP5.7.6; opp. τὰ μηρυκάζοντα, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.Pr.l.c.
German (Pape)
[Seite 65] mit langhaarigem Schwanze, od. Thiere, die am Halse u. am Schwanze lange, steife Haare haben, wie die Pferde u. Esel, Arist. Physiogn. 4 κύνες, ὄνοι, σύες; vgl. H. A. 1, 6 gen. an. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
λόφουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων λοφωτήν, δασείαν οὐράν· λόφουρα καλοῦντα τὰ ζῷα τὰ ἔχοντα δασεῖαν, «φουντωτὴν» οὐράν, οἷον ὁ ἵππος, ὁ ὄνος, ὁ ἡμίονος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 7, π. Ζ. Γενέσεως 3. 5, 4, κ. ἀλλ. 2) λόφουρον φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς φορτηγὸν ζῷον ἔν τινι ἐπιγραφῇ Ρόδ. ἐν Trans. Of Roy. Soc. Of Lit. xi. σ. 3, 9 (νέα σειρά).
Greek Monolingual
λόφουρος και λοφοῡρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα
α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος
β) τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ-ουρος].