μαρμαρίζω

From LSJ
Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρίζω Medium diacritics: μαρμαρίζω Low diacritics: μαρμαρίζω Capitals: ΜΑΡΜΑΡΙΖΩ
Transliteration A: marmarízō Transliteration B: marmarizō Transliteration C: marmarizo Beta Code: marmari/zw

English (LSJ)

   A = μαρμαίρω, ἀκτῖνας προσώπου -ιζούσας Pi.Fr.123.2; ἡ -ίζουσα πέτρα, of quartz rock containing gold, D.S.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρίζω: μαρμαίρω, Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα πέτρα, πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, ἔνθα κακῶς μαρμαρυζόντων.

Greek Monolingual

μαρμαρίζω (Α) μαρμάρεος (I)]
μαρμαίρω, ακτινοβολώ, αστράφτω.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρίζω: (только part. praes.)
1) блистать, сверкать (ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.);
2) быть твердым как (или похожим на) мрамор (πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.).