μελανόστολος

Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A black-robed, Plu.2.372e; epith. of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.

Greek Monolingual

μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ. μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστολος: одетый в черное Plut.