ὄψιμος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, (ὀψέ) poet. for ὄψιος,
A late, slow, τέρας ὄ. for (concerned with) a late time, Il.2.325: in Prose, late in the season, σπόρος X.Oec. 17.4, 5, but f.l. for ὄψιος in Thphr.HP1.9.7, al.; of crops, LXX Ex.9.32, PSI4.433.2 (iii B. C.), PCair.Zen.299.2 (iii B. C.); ἐν τοῖς ὀ. τῶν ὑδάτων D.S.1.10; ὑετὸς πρώϊμος καὶ ὄ. Ep.Jac.5.7: Comp., καιρὸς -ώτερος PFay.133.9 (iii A. D.); recent, ποιητική Plu.2.674f. Adv. -μως PTeb. 72.361 (ii B. C.), POxy.474.24 (ii A. D.), Procl. ad Hes.Op.483.
German (Pape)
[Seite 432] poet, = ὄψιος, spät; ὀψιμώτατος σπόρος, dem πρώιμος entggstzt, Xen. Oec. 17, 4; τέρας, ein spät in Erfüllung gehendes Zeichen, Il. 2, 325; auch in sp. Prosa, vgl. Lob. Phryn. 52.
Greek (Liddell-Scott)
ὄψῐμος: -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄψιος, ἀργός, βραδύς, τέρας ὄψ., σημεῖον οὗ ἡ ἐκπλήρωσις βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «ὄψιμος· χρόνιος, βραδύς»· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ πρώιμος κράτιστος ἢ ὁ μέσος ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς πρώιμος καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tardif;
2 récent;
Sp. ὀψιμώτατος.
Étymologie: ὀψέ.
English (Autenrieth)
late, Il. 2.325†.
English (Strong)
from ὀψέ; later, i.e. vernal (showering): latter.
English (Thayer)
ὄψιμον (ὀψέ), late, latter (Homer, Iliad 2,325; ὀψιμωτατος σπόρος, Xenophon, oec. 17,4 f; ἐν τοῖς ὀψιμοις τῶν ὑδάτων, of the time of subsidence of the waters of the Nile, Diodorus 1,10; (cf. Lob. ad Phryn., p. 51 f)): ὄψιμον ὑετόν, the latter or vernal rain, which falls chiefly in the months of March and April just before the harvest (opposed to the autumnal or πρώϊμος (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Rain)), L T Tr WH omit ὑετόν, the Sinaiticus manuscript and a few other authorities substitute καρπόν); the Sept. for מַלְקושׁ, Zechariah 10:1.
Greek Monotonic
ὄψῐμος: -ον (ὀψέ), ποιητ. αντί ὄψιος, αργός, βραδύς, καθυστερημένος, τέρας ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αργά στην εποχή του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ὄψῐμος: 1) отдаленный (во времени), поздно сбывающийся (τέρας Hom.);
2) поздний (σπόρος Plut.; ὑετός NT);
3) недавний (ποιητική Plut.).