παλαιμοσύνη
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A v. παλαισμοσύνη.
Greek Monolingual
παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο-σύνη, τοξο-σύνη)].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιμοσύνη: ἡ = παλαισμοσύνη.