πανταχοῦ

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχοῦ Medium diacritics: πανταχοῦ Low diacritics: πανταχού Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΥ
Transliteration A: pantachoû Transliteration B: pantachou Transliteration C: pantachoy Beta Code: pantaxou=

English (LSJ)

Adv.

   A everywhere, Hdt.3.117 (nisi leg. πενταχοῦ), Th.4.108, etc.; οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. S.Aj.1252; οὐδαμοῦ καὶ π. E. IT568; ἄλλοθι π. Pl.Chrm.160a: c. gen., π. τῆς γῆς (v.l. πολλαχοῦ) Id.Phd.111a: later with Verbs of Motion, ἐξῆλθε ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ π. Ev.Marc.1.28: in early writers πανταχοῖ should be restd., as E.IT68, Ar.Lys.1230.    II altogether, absolutely, Pl.R.503a; οὐ π. ᾔσθησαι not at all, Id.Prm.128b.

German (Pape)

[Seite 463] überall, an allen Orten; κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ, Eur. I. T. 568; Soph. Ai. 1252; ἄλλοθι πανταχοῦ, Plat. Charm. 160 c, öfter, u. Folgende; auch cum gen., πανταχοῦ γῆς, Plat. Phaed. 111 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντᾰχοῦ: Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· οὐδαμοῦ καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· ἄλλοθι π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - μετὰ γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς πολλαχοῦ) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - μετὰ ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον πανταχοῖ, (ἴδε ἐν λ. οὐδαμοῖ), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. ὅλως, ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 partout, en tous lieux avec ou sans mouv. ; avec le gén. : πανταχοῦ τῆς γῆς PLAT sur tous les points de la terre;
2 absolument.
Étymologie: πᾶς, -αχοῦ.

English (Strong)

genitive case (as adverb of place) of a presumed derivative of πᾶς; universally: in all places, everywhere.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ)
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ' ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.)
2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ολιγαχού), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

παντᾰχοῦ: (πᾶς), επίρρ.:
I. παντού, Λατ. ubique, ubinis, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., πανταχοῦ τῆς γῆς, σε Πλάτ.
II. ολοκληρωτικά, πάντα, απόλυτα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πανταχοῦ: I adv.
1) (на вопрос «где?») везде: ἐν τοῖς λόγοις π. Thuc. на протяжении всей речи, т. е. беспрерывно повторяя; κοὐδαμοῦ καὶ π. Eur. и нигде, и везде;
2) (на вопрос «куда?») (по)всюду, по всем направлениям (ὄμμα στρέφειν Eur.);
3) во всем, во всех отношениях, вполне: καὶ ἄλλοθι π. Plat. и во всем вообще, во всех прочих отношениях; οὐ π. Plat. не совсем.
παντᾰχοῦ: II praep. cum gen. везде в (на), всюду в; π. τῆς γῆς Plat. по всей земле, решительно везде.