παραζάω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
A v. παραζῶ.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζάω), daneben leben, ψυχὴν τῷ σώματι παραζῶσαν, Plut. Symp. 5 prooem.; vgl. παρέζων, οὐκ ἔζων τότε, ich vegetirte dabei ohne eigentliches thätiges Leben, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 692 b; dah. falsch leben, seinen wahren Lebenszweck verfehlen, Plut. educ. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παραζάω: ζῶ πλησίον τινὸς ἢ ὡς παράρτημά τινος, ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Πλούτ. 2. 672D. ΙΙ. ζῶ ἁπλῶς χωρὶς νὰ πράττω τι, οὕτω παρέζων, κοὐκ ἔζων, ἤμην ζῶν ἀλλὰ δὲν ἔζων, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ἀγροίκοις» 3. 4· καὶ οὕτω, ζῶ κακῶς, ματαίως, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 13B.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. παρέζων;
1 vivre à côté de, partager la vie de, τινι;
2 vivre à côté de la véritable vie, càd gaspiller ou perdre sa vie.
Étymologie: παρά, ζάω.
Russian (Dvoretsky)
παραζάω: 1) жить рядом, бок о бок (ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Plut.);
2) жить зря, бестолково (ζῆν καὶ οὐ π. προσήκει Plut.).