ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
[Seite 523] = παρισόω, Clem. Al. u. a. Sp. pass., S. Emp. adv. gramm. 167.
Αάλλος τ. του παρισῶ.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἰσάζω (< ἴσος)].
παρῐσάζω: (почти) уравнивать (παρισαζόμενός τινι Sext.).