τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
πενθείετον: ἴδε ἐν λ. πενθέω.
3ᵉ duel prés. ind. épq. de πενθέω.
πενθείετον: Επικ. αντί πενθεῖτον, γʹ δυϊκ. του πενθέω.
πενθείετον: эп. 3 л. dual. praes. к πενθέω.