πῖνον

From LSJ
Revision as of 02:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῖνον Medium diacritics: πῖνον Low diacritics: πίνον Capitals: ΠΙΝΟΝ
Transliteration A: pînon Transliteration B: pinon Transliteration C: pinon Beta Code: pi=non

English (LSJ)

τό,

   A liquor made from barley, beer, Arist.Fr.106, cj. in Atti della reale Accad. di Archeologia di Napoli 11.41 (Gortyn, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 617] τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.

Greek (Liddell-Scott)

πῖνον: τό, ποτὸν παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, ζῦθος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.

Russian (Dvoretsky)

πῖνον: I эп. impf. к πίνω.
II τό ячменный напиток, пиво Arst.