πρώϊμος

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώϊμος Medium diacritics: πρώϊμος Low diacritics: πρώϊμος Capitals: ΠΡΩΪΜΟΣ
Transliteration A: prṓïmos Transliteration B: prōimos Transliteration C: proimos Beta Code: prw/i+mos

English (LSJ)

ον, Ion. πρόϊμος cj. in Call.Fr.482 (Hermes 24.453):—

   A early, of fruits, X.Oec.17.4, Arist.Pr.924b5, OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); of winter, Cat.Cod.Astr.1.172; ὥρη Call.l.c.; also, born early, ἄρνες PCair.Zen.771.10 (iii B.C.).    2 metaph., precocious, π. πονηρία Metrod.Fr.56. Adv. Comp. -ώτερον PTeb.27.25 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 803] = Folgdm; Xen. oec. 17, 4; N. T. u. a. Sp., wie Geopon.; im Ggstz von ὄψιμος. – S. auch πρῷμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient de bonne heure, précoce.
Étymologie: πρωΐ.

English (Strong)

from πρωΐ; dawning, i.e. (by analogy) autumnal (showering, the first of the rainy season): early.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώϊμος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. πρόϊμος, -ον, Α
1. (κυρίως για άνθη και οπωροκηπευτικά) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς, πριν από την κανονική ή συνήθη εποχή (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ πρώιμος κράτιστος ἤ ὁ μέσος ἤ ὁ ὀψιμώτατος [[[σπόρος]]]», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που γεννιέται πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)
3. (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει πριν από την ώρα του (α. «πρώιμο κρύο» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)
4. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος (α. «πρώιμη ενέργεια» β. «πρώιμος πονηρία», Μητροδ. Λ.)
νεοελλ.
(για δέντρα και φυτά)
1. αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη αμυγδαλιά»)
2. αυτός που παράγει πριν από την ώρα του («πρώιμο αμπέλι»)
3. φρ. α) «πρώιμη ποικιλία»
(γεωπ.) καλλιεργούμενη ποικιλία φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από άλλες
β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το νεογνό είναι σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική φροντίδα και το οποίο είναι ικανό να κινείται και, συχνά, να τρέφεται και να ελέγχει τη θερμοκρασία του ανεξάρτητα από τους γονείς του
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. τοκετός που γίνεται πριν από την 28η εβδομάδα της εγκυμοσύνης.
επίρρ...
πρωίμως / πρωΐμως ΝΜΑ, και πρώιμα Ν
πριν από τον καθορισμένο χρόνο, νωρίς, πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. όψ-ιμος). Η γρφ. πρόϊμος είναι σπάνια και αμφίβολη].

Greek Monotonic

πρώϊμος: [ῐ], -ον, πρώιμος, λέγεται για καρπούς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρώϊμος: (ῐ), стяж. πρῷμος 2 ранний (σπόρος Xen.; σίκυος Arst.; ὑετός NT).