σάμβαλον
English (LSJ)
σαμβαλίσκος,
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.
German (Pape)
[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
Greek (Liddell-Scott)
σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.
Greek Monotonic
σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.