στρεύγομαι

From LSJ
Revision as of 03:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

German (Pape)

[Seite 953] (vgl. στράγγω, στραγγεύω), eigtl. tropscnweise ausgedrückt oder ausgepreßt werden; übertr., allmälig entkräftet, erschöpft werden, hinschmachten, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι, ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, Il. 15, 512, besser auf einmal umkommen oder am Leben bleiben, als lange, langsam hinschmachten im Kampfe; vgl. Od. 12, 351, βούλομ' ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν όλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ; sp. D., wie στρεύγεσθαι καμάτοισι, durch Mühsal erschöpft, aufgerieben werden, Ap. Rh. 4, 385. 621. 1058; bes. vor Hunger umkommen, verhungern, Callim. Cer. 68; u. überh. gedrängt, gepeinigt werden, Noth od. Qual leiden, Nic. Al. 291.

Greek (Liddell-Scott)

στρεύγομαι: Παθ., ἐκθλιβομαι, ἐκπιέζομαι κατὰ σταγόνας· - Ὁμηρικὸν ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., στραγγίζομαι, ἐξαντλοῦμαι, χάνω τὴν δύναμίν μου, καταπονοῦμαι, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι Ἰλ. Ο. 512· δηθὰ στ. αἰὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Ὀδ. Μ. 351· στρ. καμάτοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 384· νόσῳ Καλλ. εἰς Δήμ. 68· - ἀπολ., θλίβομαι, πάσχω, ἀλγῶ, Νικ. Ἀλεξιφ. 291, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 621, 1058, Ἡσύχ. -Πρβλ. στραγγεύομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se consumer, dépérir, être épuisé.
Étymologie: R. Στρυγ, faire couler en pressurant ; cf. στράγγω, lat. stringo. -- rem. de Chaeréphon : στράγγω n’existe pas !!! - DELG l’étym. reste incertaine ; cf. ttf. στράγξ.

English (Autenrieth)

(στράγγω, cf. stringo): be exhausted drop by drop, be wearied out, inf., Il. 15.512, Od. 12.341.

Greek Monotonic

στρεύγομαι: Παθ., πιέζομαι δυνατά, συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

στρεύγομαι: мучиться, томиться, страдать (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom.).