συνεξαπατάω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰπᾰτάω Medium diacritics: συνεξαπατάω Low diacritics: συνεξαπατάω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: synexapatáō Transliteration B: synexapataō Transliteration C: syneksapatao Beta Code: sunecapata/w

English (LSJ)

   A deceive together or also, D.23.159:—Pass., Id.16.2, Str.14.1.24; ὁ Συνεξαπατῶν, name of a play by Bato.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, εἰ μὴ ξυνηπάτουν αὐτοὶ Δημ. 673. 2. ― Παθητ., ξυνηπατημένων ὑμῶν ὁ αὐτ. 202. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tromper avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαπατάω.

Greek Monotonic

συνεξᾰπᾰτάω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰπᾰτάω: вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ Νεοπτόλεμος Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.