τυμπανίστρια
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de τυμπανιστής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. τυμπανιστής.
Russian (Dvoretsky)
τυμπᾰνίστρια: ἡ барабанщица Dem., Luc.
ας (ἡ) :
fém. de τυμπανιστής.
η, ΝΑ
βλ. τυμπανιστής.
τυμπᾰνίστρια: ἡ барабанщица Dem., Luc.