ὑψίων
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, poet. Comp. of ὕψι,
A loftier, Pi.Fr.213; cf. ὑψίτερος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίων: -ον, ποιητ. συγκρ. τοῦ ὕψι, Πινδ. Ἀποσπ. 232· πρβλ. ὑψίτερος.
Greek Monolingual
ὕψιον, Α
(συγκριτ. βαθμός) (ποιητ. τ.) ὑψίτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του επιρρ. ὕψι (πρβλ. καλλίων)].
Russian (Dvoretsky)
ὑψίων: 2, gen. ονος Pind. = ὑψίτερος.