φιλάεθλος
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. for φίλαθλος, AP12.143, IG7.2244 (Thisbe).
German (Pape)
[Seite 1274] ion. u. ep. = φίλαθλος, Ἑρμῆς Ep. ad. 27 (XII, 143).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάεθλος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φίλαθλος, Ἀνθ. Π. 12. 143, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 895.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les luttes.
Étymologie: φίλος, ἄεθλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φίλαθλος.
Greek Monotonic
φῐλάεθλος: -ον, αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάεθλος: Anth. = φίλαθλος.