ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
v. διΐστημι.
διαστήτην: Επικ. αντί δι-εστήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του δι-ίστημι.
διαστήτην ep. ind. stamaor. 3 dual. van διίσταμαι.