κατασκοπέω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
fut. -σκέψομαι: aor. -εσκεψάμην:—
A view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποι . . E.Hel.1607; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact.23.10; εἴ πῃ . . X.Cyr.7.1.39, cf. Th.6.50, al.; τῶν πολεμίων Plu.Sol.9; keep a look-out, of ships, Plb. 3.95.6:—Med., -σκοπεῖσθαι ἑαυτήν X.Mem.2.1.22; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. Arist.MM1213a5; inspect, τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2; γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, Gal.1.293.
German (Pape)
[Seite 1379] = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω, Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· προσέχω, φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
observer avec soin, acc..
Étymologie: κατά, σκοπέω.
English (Strong)
from κατάσκοπος; to be a sentinel, i.e. to inspect insidiously: spy out.
English (Thayer)
κατασκόπω: 1st aorist infinitive κατασκοπῆσαι; to inspect, view closely, in order to spy out and plot against: τί, Euripides, Hel. 1607 (1623); so used, especially in middle, in the other Greek writings from Xenophon down).
Greek Monotonic
κατασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ -εσκεψάμην· παρατηρώ από κοντά, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, σε Ευρ.· κάνω αναγνώριση εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κατασκοπέω: тж. med. (fut. κατασκέψομαι, aor. κατεσκεψάμην)
1) внимательно или пристально глядеть, высматривать (ὅπῃ νοσοῖεν ξύμμαχοι Eur.);
2) med. осматривать (ἑαυτόν Xen.; τὰς πανοπλίας Polyb.);
3) злоумышлять (τὴν ἐλευθερίαν τινός NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασκοπέω [κατασκοπή] nauwkeurig bekijken, ook med.