κάττυμα

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

German (Pape)

[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.

French (Bailly abrégé)

att. p. κάσσυμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.

Greek Monotonic

κάττῡμα: καττύω, Αττ. αντί κάσσυμα, κασσύω.

Russian (Dvoretsky)

κάττυμα: ατος τό атт. = κάσσυμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.