κημός

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κημός Medium diacritics: κημός Low diacritics: κημός Capitals: ΚΗΜΟΣ
Transliteration A: kēmós Transliteration B: kēmos Transliteration C: kimos Beta Code: khmo/s

English (LSJ)

(Dor. κᾱμός, cf. εὐκᾱμία), ὁ,

   A muzzle, put on a led horse, to prevent it from biting, X.Eq.5.3, AP6.246 (Phld. or Marc. Arg.): pl., cj.in Ph.1.698: metaph., κημοὺς στόματος muzzles or gags, A. Fr.125.    2 nose-bag for horses, Hsch.    3 cloth used by bakers to cover the nose and mouth, Ath.12.548c.    4 = φορβειά, Phot.    II wicker vessel like an eel-basket, for fishing, weel, S.Fr.504.    2 funnel-shaped top of the voting-urn, Ar.Eq.1150 (lyr., et ibi Sch.), V.99, al.    III a female ornament, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ (χαω), ein Maulkorb, der dem Pferde angelegt wird, wenn es am Zügel geführt wird, damit es nicht beißen kann, Xen. de re equ. 5, 3 (s. κημόω); φιλοῤῥώθων Philodem. 27 (VI, 246); ἱππαστήρ Antp. Sid. 87 (VII, 424); στόματος Aesch. fr. 108; auch bei Menschen, Ath. XII, 548 c, wo der Knetende beim Bereiten des Teiges einen solchen hat, ein Tuch, λινοῦν περάβλημα Eust. 1960, 4. – Ein geflochtenes Körbchen, nach Hesych. der Deckel der Urne, in welche die Stimmsteinchen geworfen wurden; Schol. Ar. Equ. 1147 u. B. A. 275; nach Phot. aber πλέγμα κωνοειδές, δι' οὗ καθιᾶσιν οἱ δικασταὶ τὴν ψῆφον εἰς τὸν κάδον; Ar. Vesp. 754. – Nach Hesych. auch eine Art Fischerreuse, ἐν ᾡ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, aus Soph. frg. 438. – Nach Hesych. ein Frauenschmuck. – Andere Bedeutungen s. noch Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

κημός: ὁ, πλέγμαφίμωτρον τιθέμενον περὶ τὸ στόμα ἵππου ὅπως μὴ δάκνῃ, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἀνθ. Π. 6. 246· ὡσαύτως, σάκκος κρεμάμενος ἀπὸ τοῦ αὐχένος τοῦ ἵππου εἰς ὃν τὸ στόμα αὐτοῦ εἰσέρχεται ἵνα τρώγῃ ἐξ αὐτοῦ, Ἡσύχ.· μεταφ. κημοὺς στόματος, φίμωτρα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 124. 2) ὕφασμά τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρτοποιοῖς καλύπτον ῥῖνα καὶ στόμα, Ἀθην. 548C. 3).= φορβειά, Φώτ. ΙΙ. «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν ᾧ λαμβάνουσι τὰς πορφύρας, ἔστιν δὲ ὅμοιον ἠθμῷ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ δέλεαρ» Ἡσύχ., Λατ. nassa, Σοφ. Ἀποσπ. 449b. 2) τὸ ἐν εἴδει χωνίου ἀνώτατον μέρος τῆς κάλπης (κάδος, καδίσκος) ἐν τοῖς Ἀθηναϊκῆς δικαστηρίοις, δι’ οὗ αἱ ψῆφοι ἐρρίπτοντο (πρβλ. κηθίς), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1147 (καὶ αυτόθι Σχολ.) Σφ. 99, 754, 1339· ἰδὲ Scott on the Athen. Ballot, σελ. 8, 10 (Ὀξφόρδ. 1838). ΙΙΙ. κόσμημά τι γυναικεῖον, Φώτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 muselière;
2 couvercle d’osier en forme d’entonnoir pour l’urne où les juges déposaient leurs suffrages.
Étymologie: DELG t. techn. sans explication.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός)
νεοελλ.
σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους
μσν.
καπίστρι
αρχ.
1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα του αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν ἱπποκόμον καὶ τὸν κημόν περιτιθέναι τῷ ἵππῳ», Ξεν.)
2. σάκος με τροφή που κρέμεται από τον αυχένα του αλόγου και στον οποίο είναι χωμένο το ρύγχος του για να τρώγει
3. ψάθινο ή πλεκτό σκεύος χρήσιμο για το ψάρεμα της πορφύρας
4. το ανώτατο μέρος της κάλπης, που είχε σχήμα χωνιού και μέσα από το οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι τών δικαστών
5. γυναικείο κόσμημα
6. ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρτοποιοί για να καλύπτουν τη μύτη και το στόμα κατά την εργασία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρμεν. k'amem «πιέζω» καθώς και με λιθουαν. kāmanos «χαλινάρια», μέσ. άνω γερμ. hemmen, hamen «σταματώ, αναστέλλω, δένω». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cāmus (πρβλ. δωρ. τ. κᾱμός), όπως και η αραβ. με τη μορφή ǵem (πρβλ. γκέμι)].

Greek Monotonic

κημός: ὁ, φίμωτρο, που βάζεται σε άλογο, σε Ξεν., Ανθ.
II. το ανώτατο μέρος της κάλπης στα Αθηναϊκά δικαστήρια που έμοιαζε με χωνί (κάδος, καδίσκος), μέσω του οποίου ρίχνονταν οι ψήφοι (ψῆφοι), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κημός:1) (тж. κ. στόματος Aesch.) (конский) намордник Xen., Anth.;
2) рыболовная верша Soph.;
3) (конический) верх урны (для опускания судейских голосов) Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κημός -οῦ, ὁ muilband. deksel (van stemurn).