κναφευτική
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Russian (Dvoretsky)
κνᾰφευτική: ἡ (sc. τέχνη) валяльное искусство Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κναφευτική -ῆς, ἡ [κναφεύω] ( sc. τέχνη) vollersambacht.