κίσηρις

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσηρις Medium diacritics: κίσηρις Low diacritics: κίσηρις Capitals: ΚΙΣΗΡΙΣ
Transliteration A: kísēris Transliteration B: kisēris Transliteration C: kisiris Beta Code: kishris

English (LSJ)

( κίσηλις PHolm.12.11, implied in Luc.Jud.Voc.4), εως (Luc.l.c., -ιδος Thphr. (v. infr.), cf. Choerob.in Theod.1.329 H.), ἡ,

   A pumice-stone, Ar.Fr.320.4, Alex.124.9, Arist.EN1111a13, Thphr.Lap.22, etc. [ῐ in Comm. ll.cc., AP6.295 (Phan.): κίσσηρις is erroneous in Thphr.l.c., Asp.in EN65.4.]

German (Pape)

[Seite 1442] εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.

Greek (Liddell-Scott)

κίσηρις: -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), ἡ, ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, ὥστετύπος κίσσηρις εἶναι πιθανῶς ἐσφαλμένος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mieux que κίσσηρις;
pierre ponce.
Étymologie: DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.

Greek Monotonic

κίσηρις: [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κίσηρις: εως, Luc. κίσσηλις (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίσηρις -εως, ἡ, ook κίσηλις en κίσσηρις, puimsteen.