προσεξετάζω

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξετάζω Medium diacritics: προσεξετάζω Low diacritics: προσεξετάζω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: prosexetázō Transliteration B: prosexetazō Transliteration C: proseksetazo Beta Code: proseceta/zw

English (LSJ)

   A examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

προσεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεξετάζω: сверх того исследовать Dem., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εξετάζω bovendien onderzoeken.