στερεωπός
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ή, όν,
A solid, Emp.21.6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. στερωπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερεωπός -ή -όν [στερεός, ὤψ] vast, met een vaste vorm.