συμπνίγω
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
[ῑ],
A press closely, of crowds, τινα Ev.Luc.8.42; σ. τὸ σπέρμα choke it, Ev.Marc.4.7: metaph., σ. τὸν λόγον Ev.Matt.13.22, cf. Ev.Luc.8.14 :—Pass., δένδρα συμπνιγόμενα Thphr.CP6.11.6; οἱ ἄνθρακες συμπνίγονται are damped down, Sch.Ar.Nu.96. 2 in Pass., to be drowned, of the Gadarene swine, Porph.Chr.49.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πνίγω), durch Zusammendrücken ersticken, erwürgen, auch allgemeiner, bedrängen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπνίγω: [ῑ], πνίγω, πιέζω, ἰσχυρῶς συνθλίβω, οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ σπέρμα), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν αὐτοῦ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.
French (Bailly abrégé)
étouffer, suffoquer en parl. de la pression exercée par la foule.
Étymologie: σύν, πνίγω.
English (Strong)
from σύν and πνίγω; to strangle completely, i.e. (literally) to drown, or (figuratively) to crowd: choke, throng.
English (Thayer)
(T WH συνπνίγω (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνέπνιγον; 1st aorist συνέπνιξα; present passive 3rd person plural συμπνίγονται; to choke utterly: the seed of the divine word sown in the mind, δένδρα συμπνιγομενα, Theophrastus,
c. plant. 6,11, 6); συμπνίγονται, they are choked, i. e. the seed of the divine word in their minds is choked, τινα, to press round or throng one so as almost to suffocate him, A. V. thronged).
Greek Monolingual
ΜΑ πνίγω
1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια
2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ)
3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ)
4. μτφ. αχρηστεύω, εκμηδενίζω («ἡ ἀπάτη τοῡ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον», ΚΔ)
μσν.
παθ. συμπνίγομαι
(για τους χοίρους τών Γαδαρηνών) πνίγομαι στο νερό μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ΜΑ πνίγω
1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια
2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ)
3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ)
4. μτφ. αχρηστεύω, εκμηδενίζω («ἡ ἀπάτη τοῡ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον», ΚΔ)
μσν.
παθ. συμπνίγομαι
(για τους χοίρους τών Γαδαρηνών) πνίγομαι στο νερό μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπνίγω: [ῑ], μέλ. -πνίξομαι, στραγγαλίζω, πνίγω, πιέζω με δύναμη, σφίγγω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συμπνίγω: (ῑ)
1) душить, давить, подавлять (τὸν λόγον NT);
2) теснить, жать (οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πνίγω doen stikken, verstikken; overdr.. σ. τὸν λόγον het woord verstikken NT Mt. 13.22.