συνεφίστημι

From LSJ
Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφίστημι Medium diacritics: συνεφίστημι Low diacritics: συνεφίστημι Capitals: ΣΥΝΕΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synephístēmi Transliteration B: synephistēmi Transliteration C: synefistimi Beta Code: sunefi/sthmi

English (LSJ)

and συνεφ-ιστάνω (Plb.7.13.2): aor. 1

   A -επέστησα Demad.57:—set as watchers or guards, τοὺς ἱππεῖς D.S.17.84: metaph., set on the watch, make attentive, τοὺς ἀναγινώσκοντας Plb.10.41.6; τινὰ ἐπὶ τὰς μάχας Id.11.19.2; τοὺς φιλοπευστοῦντας περί τινων Id.3.59.6.    2 seemingly intr. (sc. τὸν νοῦν), attend to, observe along with, ἐπὶ τὰ λεγόμενα Id.3.9.4; τοῖς ὑπομνήμασι Id.9.2.7, cf. 4.40.10, etc.; dub. l. in Vett.Val.241.15.    II Pass. συνεφίστᾰμαι, with aor. 2 Act., stand over, superintend along with or together, Th.2.75.    2 rise together, κατά τινων against them, Act.Ap.16.22.    3 occur together, τινι with . ., Dsc. Ther.Praef., v.l. for συνυφ- in Porph.Sent.27.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφίστημι: καὶ -ιστάνω (Πολύβ.)· μέλλ. -επιστήσω· ἀόρ. -επέστησα. Ἐφίστημι, βάλλω ἢ τοποθετῶ ὡς φρουροὺς ἢ φύλακας, τοὺς ἱππεῖς Διόδ. 17. 84· μεταφορ., ποιῶ τινα προσεκτικὸν εἴς τι, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, τοὺς ἀναγινώσκοντας Πολύβ. 10. 41, 6· τινὰ ἐπί τι 11. 19, 2· περί τινος 3. 59, 6. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ τὸν νοῦν), προσέχω, παρατηρῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τι 3. 9, 4· τινὶ 9. 2, 7, πρβλ. 4. 40, 10, κτλ. ΙΙ. Παθητ., συνεφίστᾰμαι, μετ’ ἀορ. βϳ ἐνεργ., ἐπιστατῶ, ἐπιβλέπω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 2. 75. 2) ἐγείρομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. ἐν τῷ προοιμ., Γρηγ. Νύσσ.· κατά τινος, ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιςϳ, 22.

French (Bailly abrégé)

f. συνεπιστήσω, ao. συνεπέστησα, etc.
intr. à l’ao.2 συνεπέστην et au pf. συνεφέστηκα;
être ensemble ou en même temps préposé à.
Étymologie: σύν, ἐφίστημι.

English (Strong)

from σύν and ἐφίστημι; to stand up together, i.e. to resist (or assault) jointly: rise up together.

English (Thayer)

to place over or appoint together; 2nd aorist συνεπέστην; to rise up together: κατά τίνος, against one, Thucydides down.))

Greek Monolingual

και συνεφιστάνω Α
1. τοποθετώ φρουρούς ή φύλακες
2. (αμτβ.) (ενν. τὸν νοῦν) παρατηρώ ή προσέχω κάτι μαζί με άλλον
3. μέσ. συνεφίσταμαι
α) επιβλέπω κάτι από κοινού με άλλον
β) επαναστατώ, εξεγείρομαι μαζί με άλλον
γ) υπάρχω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο
δ) συμβαίνω ταυτόχρονα
4. μτφ. εφιστώ την προσοχή κάποιου για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφίστημι «ορίζω, τοποποθετώ, κατευθύνω»].

Greek Monotonic

συνεφίστημι: μέλ. -επιστήσω, αόρ. αʹ -επέστησα·
I. τοποθετώ μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, καθιστώ κάποιον προσεκτικό, εφιστώ την προσοχή του, σε Πολύβ.· κατόπιν (ενν. τὸν νοῦν), στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ από κοινού με κάποιον, στον ίδ.
II. 1. Παθ., συνεφίστᾰμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ, επιβλέπω, επιστατώ κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.
2. εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συνεφίστημι: и συνεφιστάνω (fut. συνεπιστήσω, aor. συνεπέστησα)
1) выставлять вперед, выдвигать в дозор (τοὺς ἱππεῖς Diod.);
2) делать настороженным, бдительным, внимательным (τινα Polyb.): σ. τινα ἐπί τι и περί τινος Polyb. привлекать чье-л. внимание к чему-л.;
3) (sc. ἑαυτόν или τὸν νοῦν) останавливать свое внимание (τινι, ἐπί τι или τι Polyb.): συνεπιστῆσαι τὸ παρακείμενον Polyb. направлять свое внимание на ближайшее;
4) med.-pass. быть поставленным (стоять) во главе: οἱ ξυνεφεστῶτες Thuc. предводители, начальники;
5) восставать (κατά τινος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εφίστημι, Att. ook ξυνεφίστημι, alleen med.-pass. intrans. ( praes. en fut. med., stamaor., perf. ) mede aan het hoofd komen te staan; perf. mede aan het hoofd staan, mede toezichthouder zijn. Thuc. 2.75.3. mede zich tegen iem. keren, met κατά + gen.. NT Act. Ap. 16.22.