συμπαρακελεύομαι

Revision as of 13:22, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

Med.,

   A help in inciting, Isoc.13.21.

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit ermahnen, Isocr. 13, 21 Bekker, vulg. συμπαρασκευάσασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακελεύομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ παρακινῶ, παρορμῶ, Ἰσοκρ. 295D.

French (Bailly abrégé)

exhorter ensemble.
Étymologie: σύν, παρακελεύω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) προτρέπω ή παρακινώ κάποιον σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακελεύομαι «προστάζω, παραγγέλλω»].

Greek Monotonic

συμπαρακελεύομαι: αποθ., παρακινώ, εξεγείρω, προτρέπω από κοινού, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακελεύομαι: совместно побуждать, вместе увещевать Isocr.