ὑμήν
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ένος, ὁ,
A thin skin, membrane, caul, of those which enclose the brain and heart, Arist.HA494b29, 519b4, al.; the foetus, ib. 586a20, Sor.1.57, Porph.Gaur.10.3; the bowels, Arist.PA673b4; the eye, Sor.1.103, Gal.UP10.7,9; ὑ. περικάρδιος the pericardium, ὑ. περιτόναιος the peritoneum, Poll.2.217, 224; ὑ. ὑγρός the large dorsal sinew of cartilaginous fish, Ael.NA14.26; the membrana nictitans of birds, Arist.PA657a30; the wing of insects, ib.682b18. 2 capsule or seed-vessel of plants, Thphr.HP1.11.2, Gp.5.2.11; ὁ ἔξωθεν ὑ., opp. ἡ ἔνδοθεν σάρξ, of a date, Sor.2.13. 3 thin plate of metal, Ph.1.503, Ath.6.230d. 4 parchment, Aristeas 176, J.AJ12.2.11 (pl.). 5 in Eub 67.5 Pors. restored ὕφεσιν for ὑμέσιν. [ῠ A.R.4.1648.]
German (Pape)
[Seite 1178] ένος, ὁ (s. nom. pr.), wie ὑμέναιος, der Hochzeitsgesang [υ bei den griechischen Dichtern immer lang]. ένος, ὁ, Haut, Häutchen; Arist. H. A. 3, 13 u. bes. Med., z. B. περικάρδιος, Herzbeutel, ὁ περιτόναιος, das Bauchfell, ὑμὴν ὑγρός, die große Rückensehne der Knorpelfische, Ael. H. A. 14, 21. – Uebh. Hülle, Gewand, Decke, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμήν: -ένος, ὁ, λεπτὸν δέρμα, μεμβρᾶνα, οἵα ἡ περὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ περὶ τὴν καρδίαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16., 3. 13, 2, κ. ἀλλ.· ἡ περὶ τὸ ἔμβρυον, αὐτόθι 7. 7, 2· ἡ περὶ τὰ ἔντερα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 11, 1· ὑ. περικάρδιος, τὸ περικάρδιον, ὑ. περιτόναιος, τὸ περιτόνα ον, Πολυδ. Β΄, 217, 224 ὑμὴν ὑγρός, ὁ μέγας τένων ὁ κατὰ νῶτα τοῦ ἰχθύος ἀντακαίου, ὃς ξηραινόμενος ἠδύνατο νὰ χρησιμεύσῃ ὡς μάστιξ, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26 μεμβρᾶνά τις τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 1· αἱ πτέρυγες τῶν ἐντόμων, αὐτόθι 4. 6, 5· κτλ. 2) περικάλυμμα τοῦ σπόρου φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, Γεωπ. 3) λεπτὴ πλὰξ μετάλλου, Φίλων, πρβλ. Ἀθήν. 230D. 4) μεμβρᾶνα πρὸς γραφήν, Ἀριστέας π. τῶν Ἑβδ. - Ἐν «Ναννίῳ» τοῦ Εὐβούλ. 1. 5 ὁ Πόρσ. διώρθωσεν ὕφεσιν ἀντὶ ὑμέσιν.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
membrane, pellicule qui enveloppe les organes du corps ; ὑγρός ÉL le grand cartilage de certains poissons.
Étymologie: R. Συ > Ὑ, envelopper, enfermer ; cf. lat. suo.
Spanish
Greek Monolingual
-ένος, ὁ, ΜΑ
βλ. υμένας.
-ένος, ὁ, Α
1. ο θεός του γάμου, ο Υμέναιος·2. (ως προσηγορικό) το γαμήλιο άσμα, ο υμέναιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι ταυτόσημη με την ὑμήν, -ένος (βλ. λ. υμένας), υπαινισσόμενη μέσω του γαμήλιου άσματος τα τυπικά που ακολουθούν τη γαμήλια τελετή, τα σχετικά, με τον παρθενικό υμένα. Κατ' άλλη άποψη οι τ. ὑμήν «υμένας» και ὑμήν «υμέναιος» δεν συνδέονται ετυμολογικά, ενώ η λ. ὑμήν «γαμήλιο άσμα» θα πρέπει να συνδεθεί με τη λ. ὕμνος. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. ὑμήν της τελετουργικής ορολογίας θα πρέπει να αναχθεί στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, από όπου και οι τ. ὑμήν «υμένας» (με αρχική σημ. «ραφή») και ὕμνος.
Greek Monotonic
ὑμήν: -ένος, ὁ, λεπτό δέρμα, μεμβράνη, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμήν: II (преимущ., ῡ) interj. гимен! (возглас в брачной песне: ὑ. ὦ Ὑμέναιε! Eur., Arph.).
ένος (ῠ) ὁ пленка, перепонка, оболочка, кожица: ὁ περὶ τὴν καρδίαν ὑ. Arst. околосердечная сумка, перикардий; ὑμὴν δερματικός Arst. кожистая перепонка.