ἔμφωτον

From LSJ
Revision as of 00:50, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφωτον Medium diacritics: ἔμφωτον Low diacritics: έμφωτον Capitals: ΕΜΦΩΤΟΝ
Transliteration A: émphōton Transliteration B: emphōton Transliteration C: emfoton Beta Code: e)/mfwton

English (LSJ)

τό,

   A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.

Spanish (DGE)

-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luzde áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.

Greek Monolingual

ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.

Frisk Etymological English

(-ος)
See also: s. φῶς