σήμερον

From LSJ
Revision as of 06:37, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήμερον Medium diacritics: σήμερον Low diacritics: σήμερον Capitals: ΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: sḗmeron Transliteration B: sēmeron Transliteration C: simeron Beta Code: sh/meron

English (LSJ)

Adv.

   A to-day, Il.7.30, Od.17.186, E.Rh.683, PHib.1.65.13 (iii B.C.), SIG1181.11 (Rhenea, ii B.C.), Ev.Matt.27.19, etc.; Dor. σάμερον [ᾱ] Pi.O.6.28, P.4.1; Att. τήμερον Cratin.123, Ar.Eq.68, etc., cf. Moer.p.364 P. (though σήμερον is sts. found in Com., Hermipp.80, Philem.121); εἰς τ. Pl.Smp.174a; τὸ τ. ib.176e; τὸ τ. εἶναι to-day, Id.Cra.396e; ἡ τ. ἡμέρα D.4.40; also in the form τήμερα Ar.Fr.401 (s.v.l.), cf. 296. (Prob. fr. κyᾱμερον, containing stem [kcirc ]yo- 'this', cf. Lith. šis 'this', Lat. ci-tra: σήμερον (τήμερον) is to ἡμέρα as σῆτες (τῆτες) to ἔτος.)

German (Pape)

[Seite 875] adv., heute; Hom.; ἡ σήμερον, sc. ἡμέρα, der heutige Tag; att. τήμερον, w. m. s., dor. σάμερον, Pind. Ol. 6, 28 P. 4, 1. 12, 29; Eur. Rhes. 683.

Greek (Liddell-Scott)

σήμερον: Ἐπίρρ., σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Η. 30, Ὀδ. Ρ. 186, κτλ., Εὐρ. Ρῆσ. 683· Δωρ. σάμερον Πινδ. Ο. 6.47, Π. 4.1· - ὁ συνήθης Ἀττ. τύπος ἦτο τήμερον, Κρατῖν. ἐν «Νομ.» 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 68, κτλ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 364· (ἂν καὶ ὁ τύπος σήμερον ἀπαντᾷ ἐνιαχοῦ τῶν κωμικῶν ποιητῶν, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 29)· εἰς τήμερον Πλάτ. Συμπ. 174Α· τὸ τήμερον αὐτόθι 176Ε· τὸ τ. εἶναι, διὰ τὴν σήμερον, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 396D· ἡ τ. ἡμέρα Δημ. 51.23· - ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ τήμερα («σήμερα») Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 354. (Τὸ σ ἢ τ πιθανῶς προυτάχθη ἁπλῶς χάριν τῆς προφορᾶς· πρβλ. τὸ Σανσκρ. sa, sá (oὗτος, ἐκεῖνος, Ἀγγλ. he, she)· - τὸ σήμερον (τήμερον) σχετίζεται πρὸς τὸ ἡμέρα, ὡς τὸ σῆτες (τῆτες) πρὸς τὸ ἔτος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σήμερον· αὐτίκα. ταχύ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 331.

French (Bailly abrégé)

att. τήμερον;
adv.
aujourd’hui ; ἡ τήμερον ἡμέρα, abs.σήμερον (ἡμέρα) PLUT le jour d’aujourd’hui, aujourd’hui.
Étymologie: préfixe pron. *σα- ou *τα-, de ὁ, ἡ, τό, et ἡμέρα.

English (Autenrieth)

(Att. τήμερον, τῇ ἡμέρᾳ): to-day.

English (Strong)

neuter (as adverb) of a presumed compound of the article ὁ (t changed to s) and ἡμέρα; on the (i.e. this) day (or night current or just passed); generally, now (i.e. at present, hitherto): this (to-)day.

English (Thayer)

(Attic τήμερον, i. e. ἡμέρα with pronominal prefix (Sanskrit sa); cf. Vanicek, p. 971), adverb, from Homer down, the Sept. for הַיום, today, this day: T brackets WH reject the passage); this night (now current), σήμερον ταύτῃ τῇ νυκτί, ἕως σήμερον, αὔριον, χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας, a rhetorical periphrasis for ἀεί, ἡ σήμερον ἡμέρα, this (very) day, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, μέχρι τῆς σήμερον namely, ἡμέρας, ἕως τῆς σήμερον, ἄχρι ... τῆς σήμερον (where L T Tr WH add ἡμέρας), ἡ σήμερον, equivalent to what has happened today (others render concerning this day's riot; Buttmann, § 133,9; but see Meyer at the passage; Winer's Grammar, § 30,9a.), τό σήμερον, the word today, ὁρίζει ἡμέραν, σήμερον, a today (meaning, 'a time for embracing the salvation graciously offered' (cf. R. V. marginal reading)), Hebrews 4:7a.

Greek Monolingual

Ν
βλ. σήμερα.

Greek Monotonic

σήμερον: Δωρ. σάμερον (από τη λέξη ἡμέρα με το πρόθημα σ)· επίρρ., σήμερα, σε Όμηρ., Πίνδ.· ο συνήθης Αττ. τύπος ήταν τήμερον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· εἰς τήμερον, σε Πλάτ.· ἡ τ. ἡμέρα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σήμερον: атт. τήμερον, дор. σάμερον (ᾱ) τό сегодня, ныне Hom., Eur.: ἡ σ. ἡμέρα Dem., τὸ σ. Plat. и ἡ σ. Plut. нынешний день, сегодня; τὸ σ. εἶναι и εἰς σ. Plat. на сегодня.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σήμερον zie τήμερον.

Frisk Etymological English

See also: s. τήμερον.