ἀρκτῷος

From LSJ
Revision as of 14:25, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκτῷος Medium diacritics: ἀρκτῷος Low diacritics: αρκτώος Capitals: ΑΡΚΤΩΟΣ
Transliteration A: arktō̂ios Transliteration B: arktōos Transliteration C: arktoos Beta Code: a)rktw=|os

English (LSJ)

α, ον, (ἄρκτος)

   A of a bear, γενύεσσιν Nonn.D.2.44.    2 arctic, northern, βορέας D.P.519, etc.; κρυμός Lib.Or.59.128; τὰ ἀ. the arctic regions, Luc.Cont.5. ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,αρνωδός,ΑΡΝΩΔΟΣ,arnōidós,arnōdos,arnodos,a)rnw|do/s,ὁ

{{ |= EM146.55." }}

German (Pape)

[Seite 354] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκτῷος: -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) ἀρκτικός, βόρειος, μῆκος ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d’ours;
2 du nord, arctique.
Étymologie: ἄρκτος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de oso γένυες Nonn.D.2.44.
2 septentrional, ártico βορεας D.P.519, τόποι Heph.Astr.3.47.55, κρυμός Lib.Or.59.128, cf. Them.Or.30.349c, τὸ ἀρκτῷον el Norte Manes 54.1, tb. ἡ ἀρκτῴα Lyd.Mag.3.43, τὰ ἀρκτῴα la zona ártica Eudox.Fr.114, Luc.Cont.5, ἀρκτῴων· βορείων τόπων Hsch.

Greek Monolingual

ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα
2. αρκτικός, βόρειος
3. τά ἀρκτῷα
οι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.

Greek Monotonic

ἀρκτῷος: -α, -ον (ἄρκτος II), αρκτικός, βόρειος, σε Λουκ.