πάρνοψ

From LSJ
Revision as of 17:00, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "" to "·")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρνοψ Medium diacritics: πάρνοψ Low diacritics: πάρνοψ Capitals: ΠΑΡΝΟΨ
Transliteration A: párnops Transliteration B: parnops Transliteration C: parnops Beta Code: pa/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of

   A locust, = κόρνοψ, Ar.Ach.150, Av.588, Nicophoi, Gal.UP3.2, Ael.NA6.19 :—hence Παρνόπιος Ἀπόλλων, averter of locusts, Paus. 1.24.8 : also Παρνοπίων, ωνος, ὁ, Str.13.1.64 ; as name of a month among the Aeolians of Asia, ibid. (nisi leg. Πορν-, v. Πορνόπιος).

German (Pape)

[Seite 524] οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 150, Ὄρν. 588˙ ὁ Νικοφῶν ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» διακρίνει τὸν πάρνοπα ἀπὸ τῆς ἀκρίδος, 1˙ πρβλ. κόρνοψ· ― ἐντεῦθεν παρνόπιος Ἀπόλλων, ὁ ἀποτρέπων, ἀπομακρύνων τὰς ἀκρίδας, Παυσ. 1. 24, 8˙ οὕτω προνοπίων, ωνος, καὶ θυσία συντελεῖται Πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι Στράβ. 613˙ ὡσαύτως ὡς ὄνομα μηνὸς παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Αἰολεῦσι, αὐτόθι. ― Κατὰ Φώτ. «πάρνοπες: ἀττελάβοι· οἱ δὲ τὰς Κυπρίας ἀκρίδας οὕτω ἀπέδοσαν», κατὰ δὲ Σουΐδαν: «πάρνοψ ἀκρίδος εἶδος, οἱ δὲ μελίσσας ἀγρίας; ..., οἱ δὲ κώνωπας.»

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte = κόρνοψ.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie - forme donnée par LSJ et Chantraine ; Bailly donne fautivement πάρνωψ, qui ne se retrouve pas dans le TLG.

Greek Monolingual

και πόρνοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον
μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό-πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ. -οψ (πρβλ. δρύοψ, σκάλοψ) και παράλληλο τ. με αρκτικό κ- (βλ. λ. κόρνοψ)].

Greek Monotonic

πάρνοψ: -οπος, ὁ, ακρίδα, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πάρνοψ: οπος ὁ саранча Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρνοψ -οπος, ὁ sprinkhaan.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: locust (Ar.).
Other forms: Aeol. Boeot. (Str. 13, 1,64) πόρνοψ, also κόρνοψ (Str. l.c.), -οπος. There is also πρανώ ἀκρίδος εἶδος H. and κάρνος μεγάλη ἀκρίς H. (Furnée 344, 388).
Derivatives: Παρνόπιος(-πίων) Ἀπόλλων (Paus., Str.), as defender against locusts, like Κορνοπίων, -ωνος as surname of Heracles in Oitaia (Str.); from it the Aeol. month-name Πορνόπιος, -πίων (Cyme, Str.). -- κορνώπιδες κώνωπες H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δρύοψ, σκάλοψ and other animal-names (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 w. n. 4); further unknown. The form with κ- may have been dissimilated from π- (cf. Schwyzer 29 8 f.). Suppositions which must be rejected (from Solmsen, Bally, Sturtevant) in Bq; not better Strömberg Wortstud. 16 f. -- Given the fact that there are more forms it is probable that we are not concerned sith a simple dissimilation; I think the word had a labio-velar of which the labial element could be lost before o (and the o itself is prob. from α after labio-velar). -οπ- is a Pre-Greek suffix.