Κάρνεια

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κάρνεια: τά, (Κάρνεα χάριν τοῦ μέτρου ἐν Θεοκρ. 5. 83)· - ἑορτὴ εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος Καρνείου παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Πελοποννήσου, ἰδίως παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας τοῦ Ἀττικοῦ μηνὸς Μεταγειτνιῶνος, ὅστις παρ’ αὐτοῖς ἐκαλεῖτο Καρνεῖος μήν, Εὐρ. Ἄλκ. 449, Θουκ. 5. 54· ὥστε συνέπιπτε κατὰ τὸν χρόνον τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, Ἡρόδ. 7. 206, 8. 72, Θουκ. 5. 75· τὰ Κάρνεια νικᾶν Ἑλλάνικ. παρ’ Ἀθην. 635 Ε· πανηγυρίζειν Πλούτ. 2. 873 Ε. - Οἱ ἐν τοῖς Καρνείοις ἀγῶσι νικηταὶ ἐκαλοῦντο Καρνεονῖκαι Müller Dor. 1. 7. § 2. - Ἴδε Σχόλια εἰς Θεοκρίτου Εἰδύλλ. 5. 83.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fêtes d’Apollon Carnéios.
Étymologie: v. Καρνεῖος.

Greek Monotonic

Κάρνεια: ποιητ. Κάρνεα, τά, γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα Καρνείου απο τους Σπαρτιάτες, που διεξαγόταν εννιά μέρες κατά την διάρκεια του Αττ. μήνα Μεταγειτνιώνα, που εκείνοι αποκαλούσαν Κάρνειος ή Καρνήϊος (μήν), σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Κάρνεια: Theocr. Κάρνεα τά карнеи (празднества в честь Аполлона Карнейского, см. Καρνεῖος
2) Her.