βουλυτός

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῡτός Medium diacritics: βουλυτός Low diacritics: βουλυτός Capitals: ΒΟΥΛΥΤΟΣ
Transliteration A: boulytós Transliteration B: boulytos Transliteration C: voulytos Beta Code: bouluto/s

English (LSJ)

(sc. καιρός), ὁ,

   A time for unyoking oxen (early afternoon, Hld.2.19, cf. Eust.1614.44, but evening, Ael.NA13.1, cf. Philostr.Her.19.20), Ar.Av.1500, A.R.3.1342, Luc.Cat.1, etc.; ὑπὸ . . ἀστέρα βουλυτοῖο IG14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλῡτόνδε, Il.16.779, Od.9.58.

German (Pape)

[Seite 458] ὁ, die Tageszeit des Ochsenausspannens, der Abend, Ar. Av. 1500; Ap. Rh. 3, 1342; Luc. Catapl. 1. – Hom. nur βουλυτόνδε, gegen Abend, zweimal, Iliad. 16, 779 Odyss. 9, 58 ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Gegensatz zu ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει und zu ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῡτός: (ἐνν. καιρός), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, ἑσπέρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342· ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15· -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
s.e. καιρός;
heure où l’on dételle les bœufs, soir.
Étymologie: βοῦς, λύω.

Spanish (DGE)

(βουλῡτός) -οῦ, ὁ

• Morfología: [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]
la hora de desuncir los bueyes e.e. el atardecer β. ἢ περαιτέρω; Ar.Au.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.Cat.1, Philostr.Im.2.24.2, Her.78.7, Ael.NA 13.1, Fr.98, Arr.Ind.41.6, Hist.inc.5, An.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c.

Greek Monolingual

βουλυτός, ο (Α)
1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα
2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε
κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός επιθήματος -το- πρβλ. αμαξ-ι-τός, ακμό-θε-τον κ.λπ. (για τη μακρότητα του -- αντι -- του βουλῡτός πρβλ. λατ. solūtus). To επίρρ. βουλυτόνδε αποτελεί ομηρική λ.].

Greek Monotonic

βουλῡτός: ὁ (λύω), καιρός της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον ζυγό, το απόγευμα, σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το απόγευμα, κατά το δειλινό, κατά το σούρουπο.

Russian (Dvoretsky)

βουλῡτός: ὁ (sc. καιρός) время распряжки волов, т. е. сумерки, вечер Arph., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: litt. "unyoking the oxen", evening (Π 779 = ι 58, in βουλυτόν δε).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and λύ-ω (λυ- unexplained) with το-Suffixes (Chantr. Form. 303).