εκτός

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

(I)
ἑκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά
οι ιδιότητες της ουσίας (κατά τους Στωικούς).
(II)
επίρρ. (AM ἐκτός)
1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ' ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ)
2. (για εξαίρεση) πλην, παρεκτός, εξόν («ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν;», Πλάτ. Γοργ.)
3. με υποθετ. ή ειδ. πρόταση
εκτός αν, εκτός ότι
4. (απολ.) απέξω
5. φρ. «εκτός τόπου και χρόνου» — για κάθε νοητό, όπως π.χ. οι ιδέες του Πλάτωνος
νεοελλ.
φρ. «εκτός νόμου», «εκτός συναγωνισμού», «εκτός κινδύνου», «εκτός εαυτού»
αρχ.
1. χωρίς («ἐκτὸς ὠδίνων τέξεται», Διοσκουρίδης)
2. (γεωμ.) πέρα, μακριά
3. (για χρόνο) πέρα, μετά, ύστερα
4. (απολ.) επιπλέον
5. παρά τη συγκατάθεση κάποιου
6. (με ρ. κινήσεως) έξω, προς τα έξω («ἔρριψεν αὐτὸν ἐκτός», Σοφ. Τρ.)
7. οἱ ἐκτός
α) οι ξένοι, ο όχλος
β) οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εκ (βλ. εξ) + επίρρ. κατάλ. -τος (πρβλ. εντός)].