μίνθος

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνθος Medium diacritics: μίνθος Low diacritics: μίνθος Capitals: ΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: mínthos Transliteration B: minthos Transliteration C: minthos Beta Code: mi/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A human ordure, Mnesim.4.63.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.
(II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη,υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].

Greek Monotonic

μίνθος: ὁ, ανθρώπινο περίττωμα.

Russian (Dvoretsky)

μίνθος: ἡ бот. мята Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: human ordure (Mnesim. Com.),
Derivatives: -όω stain with h. o. (Ar.), metaph. renounce utterly, abominate (hell., com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ὄνθος, σπέλεθος a.o. (Chantraine Form. 369), further unclear. IE etymology (by Persson Stud. 155) referred by Bq; s. also WP. 2, 685. Also μιαρός, μιαίνω have been connected (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20). Perh. Pre-Greek.